- αναφτεριάζω
- μετ.1) см. αναφτερουγιάζω 2; 2) вновь оперяться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναφτεριάζω — 1. ανοίγω τα φτερά για να πετάξω ή τα ανοίγω από φόβο 2. βγάζω φτερά (για νεοσσούς) η πράξη αναφτέριασμα … Dictionary of Greek